ἐρυγή — belching fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερυγή — η (AM ἐρυγή) [ερεύγομαι (I)] 1. βλ. ερευγμός 2. φωνή, βρυχηθμός … Dictionary of Greek
ἐρύγῃ — ἐρεύγομαι belch out aor subj mp 2nd sg ἐρεύγομαι belch out aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυγαῖς — ἐρυγή belching fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυγαί — ἐρυγή belching fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυγήν — ἐρυγή belching fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
рыгать — аю, диал., также рыдать, плакать , курск. (Даль), укр. ригати, блр. рыгаць, болг. ригам рыгаю, меня рвет , сербохорв. рѝгати, рѝга̑м рыгать , словен. rigati, rȋgam рвать, рыгать , чеш. řihati – то же (из *rjug ), польск. rzygac, в. луж. rihac … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
οξυρεγμία — η (Α ὀξυρεγμία και ὀξωρεγμία) ξινίλα από το στομάχι που οφείλεται σε ελλιπή πέψη, όξινη ερυγή, ρέψιμο, αναγωγή από το στομάχι αρχ. δυστροπία ή οξυθυμία που προέρχεται από άσχημη ψυχική διάθεση οφειλόμενη σε ελλιπή πέψη, σε κακοστομαχιά. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ԶԳԱՅՌՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0725 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 12c գ. ԶԳԱՅՌՈՒԹԻՒՆ ԶԳԱՅՌՈՒՄՆ. ἑρυγή, ἑρευγμός, μα ructus, ructatio, eructatio Զգայռ. զգայռեալն. (ըստ ամենայն առման). գրի եւ ԳԱՅՌՈՒԹԻՒՆ. *Ամաչել ասել զչարաչար զգայռութիւնսն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԶԳԱՅՌՈՒՄՆ — ( ) NBH 1 0725 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 12c գ. ԶԳԱՅՌՈՒԹԻՒՆ ԶԳԱՅՌՈՒՄՆ. ἑρυγή, ἑρευγμός, μα ructus, ructatio, eructatio Զգայռ. զգայռեալն. (ըստ ամենայն առման). գրի եւ ԳԱՅՌՈՒԹԻՒՆ. *Ամաչել ասել զչարաչար զգայռութիւնսն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)